Αποκάλυψη




ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ


 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄

 1 ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Ιησού Χριστού, ην έδωκεν αυτω ο Θεός, δείξαι τοις δούλοις αυτού α δεί γενέσθαι εν τάχει, και εσήμανεν αποστείλας δια του αγγέλου αυτού τω δούλω αυτού Ιωάννη, 2 ος εμαρτύρησε τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού, όσα είδε. 3 μακάριος ο αναγινώσκων και οι ακούοντες τους λόγους της προφητείας και τηρούντες τα εν αυτη γεγραμμένα· ο γαρ καιρός εγγύς.
 4 Ιωάννης ταις επτά εκκλησίαις ταις εν τη Ασία· χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, και από των επτά πνευμάτων, α ενώπιον του θρόνου αυτού, 5 και από Ιησού Χριστού, ο μάρτυς ο πιστός, ο πρωτότοκος των νεκρών και ο άρχων των βασιλέων της γης. τω αγαπώντι ημάς και λούσαντι ημάς από των αμαρτιών ημών εν τω αίματι αυτού, 6 και εποίησεν ημάς βασιλείαν, ιερείς τω Θεω και πατρί αυτού, αυτω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων· αμήν.
 7 Ιδού έρχεται μετά των νεφελών, και όψεται αυτόν πας οφθαλμός και οίτινες αυτόν εξεκέντησαν, και κόψονται επ’ αυτόν πάσαι αι φυλαί της γης. ναί, αμήν. 8 Εγώ ειμι το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θεός, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ.
 9 Εγώ Ιωάννης, ο αδελφός υμών και συγκοινωνός εν τη θλίψει και βασιλεία και υπομονή εν Ιησού Χριστω, εγενόμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού. 10 εγενόμην εν πνεύματι εν τη κυριακή ημέρα, και ήκουσα φωνήν οπίσω μου μεγάλην ως σάλπιγγος 11 λεγούσης· ό βλέπεις γράψον εις βιβλίον και πέμψον ταις επτά εκκλησίαις, εις Έφεσον και εις Σμύρναν και εις Πέργαμον και εις Θυάτειρα και εις Σάρδεις και εις Φιλαδέλφειαν και εις Λαοδίκειαν. 12 Και εκεί επέστρεψα βλέπειν την φωνήν ήτις ελάλει μετ’ εμού· και επιστρέψας είδον επτά λυχνίας χρυσάς, 13 και εν μέσω των επτά λυχνιών όμοιον υιω ανθρώπου, ενδεδυμένον ποδήρη και περιεζωσμένον προς τοις μαστοίς ζώνην χρυσήν· 14 η δε κεφαλή αυτού και αι τρίχες λευκαί ως έριον λευκόν, ως χιών, και οι οφθαλμοί αυτού ως φλόξ πυρός, 15 και οι πόδες αυτού όμοιοι χαλκολιβάνω, ως εν καμίνω πεπυρωμένοι, και η φωνή αυτού ως φωνή υδάτων πολλών, 16 και έχων εν τη δεξιά χειρί αυτού αστέρας επτά, και εκ του στόματος αυτού ρομφαία δίστομος οξεία εκπορευομένη, και η όψις αυτού ως ο ήλιος φαίνει εν τη δυνάμει αυτού. 17 Και ότε είδον αυτόν, έπεσα προς τους πόδας αυτού ως νεκρός, και έθηκε την δεξιάν αυτού χείρα επ’ εμέ λέγων· μη φοβού· εγώ ειμι ο πρώτος και ο έσχατος 18 και ο ζων, και εγενόμην νεκρός, και ιδού ζων ειμι εις τους αιώνας των αιώνων, και έχω τας κλείς του θανάτου και του άδου. 19 γράψον ουν α είδες, και α εισι και α μέλλει γίνεσθαι μετά ταύτα· 20 το μυστήριον των επτά αστέρων ων είδες επί της δεξιάς μου, και τας επτά λυχνίας τας χρυσάς. οι επτά αστέρες άγγελοι των επτά εκκλησιών εισι, και αι λυχνίαι αι επτά επτά εκκλησίαι εισίν.



   ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. Β΄

 1 Τ† αγγέλω της εν Εφέσω εκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ο κρατών τους επτά αστέρας εν τη δεξιά αυτού, ο περιπατών εν μέσω των επτά λυχνιών των χρυσών· 2 οίδα τα έργα σου και τον κόπον σου και την υπομονήν σου, και ότι ου δύνη βαστάσαι κακούς, και επείρασας τους λέγοντας εαυτούς αποστόλους είναι, και ουκ εισί, και εύρες αυτούς ψευδείς· 3 και υπομονήν έχεις, και εβάστασας δια το όνομά μου, και ου κεκοπίακας. 4 αλλά έχω κατά σου, ότι την αγάπην σου την πρώτην αφήκας. 5 μνημόνευε ουν πόθεν πέπτωκας, και μετανόησον και τα πρώτα έργα ποίησον· ει δε μη, έρχομαί σοι ταχύ και κινήσω την λυχνίαν σου εκ του τόπου αυτής, εάν μη μετανοήσης. 6 αλλά τούτο έχεις, ότι μισείς τα έργα των Νικολαϊτών, α καγώ μισώ. 7 Ο έχων ους ακουσάτω τι το Πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις. Τω νικώντι δώσω αυτω φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ό εστιν εν τω παραδείσω του Θεού μου.
 8 Και τω αγγέλω της εν Σμύρνη εκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ο πρώτος και ο έσχατος, ος εγένετο νεκρός και έζησεν· 9 οίδά σου τα έργα και την θλίψιν και την πτωχείαν· αλλά πλούσιος ει και την βλασφημίαν εκ των λεγόντων Ιουδαίους είναι εαυτούς, και ουκ εισίν, αλλά συναγωγή του σατανά. 10 μηδέν φοβού α μέλλεις παθείν. ιδού δη μέλλει βαλείν ο διάβολος εξ υμών εις φυλακήν ίνα πειρασθήτε, και έξετε θλίψιν ημέρας δέκα. γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής. 11 Ο έχων ους ακουσάτω τι το Πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις. Ο νικών ου μη αδικηθή εκ του θανάτου του δευτέρου.
 12 Και τω αγγέλω της εν Περγάμω εκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ο έχων την ρομφαίαν την δίστομον την οξείαν· 13 οίδα τα έργα σου και που κατοικείς· όπου ο θρόνος του σατανά· και κρατείς το όνομά μου, και ουκ ηρνήσω την πίστιν μου και εν ταις ημέραις αις Αντίπας ο μάρτυς μου ο πιστός, ος απεκτάνθη παρ’ υμίν, όπου ο σατανάς κατοικεί. 14 αλλά έχω κατά σου ολίγα, ότι έχεις εκεί κρατούντας την διδαχήν Βαλαάμ, ος εδίδαξε τον Βαλάκ βαλείν σκάνδαλον ενώπιον των υιών Ισραήλ και φαγείν ειδωλόθυτα και πορνεύσαι. 15 ούτως έχεις και συ κρατούντας την διδαχήν των Νικολαϊτών ομοίως. 16 μετανόησον ουν· ει δε μη, έρχομαί σοι ταχύ και πολεμήσω μετ’ αυτών εν τη ρομφαία του στόματός μου. 17 Ο έχων ους ακουσάτω τι το Πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις. Τω νικώντι δώσω αυτω του μάννα του κεκρυμμένου, και δώσω αυτω ψήφον λευκήν, και επί την ψήφον όνομα καινόν γεγραμμένον, ό ουδείς οίδεν ει μη ο λαμβάνων.
 18 Και τω αγγέλω της εν Θυατείροις εκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ο υιος του Θεού, ο έχων τους οφθαλμούς αυτού ως φλόγα πυρός, και οι πόδες αυτού όμοιοι χαλκολιβάνω· 19 οίδά σου τα έργα και την αγάπην και την πίστιν και την διακονίαν και την υπομονήν σου, και τα έργα σου τα έσχατα πλείονα των πρώτων. 20 αλλά έχω κατά σου ολίγα, ότι αφείς την γυναίκά σου Ιεζάβελ, ή λέγει εαυτήν προφήτιν, και διδάσκει και πλανά τους εμούς δούλους πορνεύσαι και φαγείν ειδωλόθυτα. 21 και έδωκα αυτη χρόνον ίνα μετανοήση, και ου θέλει μετανοήσαι εκ της πορνείας αυτής. 22 ιδού βάλλω αυτήν εις κλίνην και τους μοιχεύοντας μετ’ αυτής εις θλίψιν μεγάλην, εάν μη μετανοήσωσιν εκ των έργων αυτής, 23 και τα τέκνα αυτής αποκτενώ εν θανάτω, και γνώσονται πάσαι αι εκκλησίαι ότι εγώ ειμι ο ερευνών νεφρούς και καρδίας, και δώσω υμίν εκάστω κατά τα έργα υμών. 24 υμίν δε λέγω τοις λοιποίς τοις εν Θυατείροις, όσοι ουκ έχουσι την διδαχήν ταύτην, οίτινες ουκ έγνωσαν τα βαθέα του σατανά, ως λέγουσιν· ου βάλλω εφ’ υμάς άλλο βάρος· 25 πλήν ό έχετε κρατήσατε άχρις ου αν ήξω. 26 Και ο νικών και ο τηρών άχρι τέλους τα έργα μου, δώσω αυτω εξουσίαν επί των εθνών, 27 και ποιμανεί αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως τα σκεύη τα κεραμικά συντριβήσεται, ως καγώ είληφα παρά του πατρός μου, 28 και δώσω αυτω τον αστέρα τον πρωϊνόν. 29 Ο έχων ους ακουσάτω τι το Πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις.



  ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. Γ΄

 1 ΚΑΙ τω αγγέλω της εν Σάρδεσιν εκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ο έχων τα επτά πνεύματα του Θεού και τους επτά αστέρας· οίδά σου τα έργα, ότι όνομα έχεις ότι ζής, και νεκρός ει. 2 γίνου γρηγορών, και στήρισον τα λοιπά α έμελλον αποθνήσκειν· ου γαρ εύρηκά σου τα έργα πεπληρωμένα ενώπιον του Θεού μου. 3 μνημόνευε ουν Πως είληφας και ήκουσας, και τήρει και μετανόησον. εάν ουν μη γρηγορήσης, ήξω επί σε ως κλέπτης, και ου μη γνώση ποίαν ωραν ήξω επί σε. 4 αλλά έχεις ολίγα ονόματα εν Σάρδεσιν, α ουκ εμόλυναν τα ιμάτια αυτών, και περιπατήσουσι μετ' εμού εν λευκοίς, ότι άξιοί εισιν. 5 Ο νικών ούτος περιβαλείται εν ιματίοις λευκοίς, και ου μη εξαλείψω το όνομα αυτού εκ της βίβλου της ζωής, και ομολογήσω το όνομα αυτού ενώπιον του πατρός μου και ενώπιον των αγγέλων αυτού. 6 Ο έχων ους ακουσάτω τι το Πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις.
 7 Και τω αγγέλω της εν Φιλαδελφεία εκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ο άγιος, ο αληθινός, ο έχων την κλείν του Δαυϊδ, ο ανοίγων και ουδείς κλείσει, και κλείων και ουδείς ανοίξει· 8 οίδά σου τα έργα· -ιδού δέδωκα ενώπιόν σου θύραν ανεωγμένην, ην ουδείς δύναται κλείσαι αυτήν·- ότι μικράν έχεις δύναμιν, και ετήρησάς μου τον λόγον και ουκ ηρνήσω το όνομά μου. 9 ιδού δίδωμι εκ της συναγωγής του σατανά των λεγόντων εαυτούς Ιουδαίους είναι, και ουκ εισίν, αλλά ψεύδονται· ιδού ποιήσω αυτούς ίνα ήξουσι και προσκυνήσουσιν ενώπιον των ποδών σου, και γνώσιν ότι εγώ ηγάπησά σε. 10 ότι ετήρησας τον λόγον της υπομονής μου, καγώ σε τηρήσω εκ της ωρας του πειρασμού της μελλούσης έρχεσθαι επί της οικουμένης όλης, πειράσαι τους κατοικούντας επί της γης. 11 έρχομαι ταχύ· κράτει ό έχεις, ίνα μηδείς λάβη τον στέφανόν σου. 12 Ο νικών, ποιήσω αυτόν στύλον εν τω ναω του Θεού μου, και έξω ου μη εξέλθη έτι, και γράψω επ’ αυτόν το όνομα του Θεού μου και το όνομα της πόλεως του Θεού μου, της καινής Ιερουσαλήμ, ή καταβαίνει εκ του ουρανού από του Θεού μου, και το όνομά μου το καινόν. 13 Ο έχων ους ακουσάτω τι το Πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις.
 14 Και τω αγγέλω της εν Λαοδικεία εκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ο αμήν, ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός, η αρχή της κτίσεως του Θεού· 15 οίδά σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός ει ούτε ζεστός· όφελον ψυχρός ης ή ζεστός. 16 ούτως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου. 17 ότι λέγεις ότι πλούσιός ειμι και πεπλούτηκα και ουδενός χρείαν έχω, -και ουκ οίδας ότι συ ει ο ταλαίπωρος και ο ελεεινός και πτωχός και τυφλός και γυμνός,- 18 συμβουλεύω σοι αγοράσαι παρ’ εμού χρυσίον πεπυρωμένον εκ πυρός ίνα πλουτήσης, και ιμάτια λευκά ίνα περιβάλη και μη φανερωθή η αισχύνη της γυμνότητός σου, και κολλύριον ίνα εγχρίση τους οφθαλμούς σου ίνα βλέπης. 19 εγώ όσους εάν φιλώ, ελέγχω και παιδεύω· ζήλευε ουν και μετανόησον. 20 ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού. 21 Ο νικών, δώσω αυτω καθίσαι μετ’ εμού εν τω θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του πατρός μου εν τω θρόνω αυτού. 22 Ο έχων ους ακουσάτω τι το Πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις.



   ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. Δ΄

 1 ΜΕΤΑ ταύτα είδον, και ιδού θύρα ανεωγμένη εν τω ουρανω, και η φωνή η πρώτη ην ήκουσα ως σάλπιγγος λαλούσης μετ’ εμού, λέγων· ανάβα ώδε και δείξω σοι α δεί γενέσθαι μετά ταύτα. 2 και ευθέως εγενόμην εν πνεύματι· και ιδού θρόνος έκειτο εν τω ουρανω, και επί τον θρόνον καθήμενος, 3 όμοιος οράσει λίθω ιάσπιδι και σαρδίω· και ίρις κυκλόθεν του θρόνου, ομοίως όρασις σμαραγδίνων. 4 και κυκλόθεν του θρόνου θρόνοι είκοσι τέσσαρες, και επί τους θρόνους τους είκοσι τέσσαρας πρεσβυτέρους καθημένους, περιβεβλημένους εν ιματίοις λευκοίς, και επί τας κεφαλάς αυτών στεφάνους χρυσούς. 5 και εκ του θρόνου εκπορεύονται αστραπαί και φωναί και βρονταί· και επτά λαμπάδες πυρός καιόμεναι ενώπιον του θρόνου, αι εισι τα επτά πνεύματα του Θεού· 6 και ενώπιον του θρόνου ως θάλασσα υαλίνη, ομοία κρυστάλλω· και εν μέσω του θρόνου και κύκλω του θρόνου τέσσαρα ζωα γέμοντα οφθαλμών έμπροσθεν και όπισθεν· 7 και το ζωον το πρώτον όμοιον λέοντι, και το δεύτερον ζωον όμοιον μόσχω, και το τρίτον ζωον έχον το πρόσωπον ως ανθρώπου, και το τέταρτον ζωον όμοιον αετω πετομένω. 8 και τα τέσσαρα ζωα, εν καθ’ εν αυτών έχον ανά πτέρυγας εξ, κυκλόθεν και έσωθεν γέμουσιν οφθαλμών, και ανάπαυσιν ουκ έχουσιν ημέρας και νυκτός λέγοντες· άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο ην και ο ων και ο ερχόμενος. 9 Και όταν δώσι τα ζωα δόξαν και τιμήν και ευχαριστίαν τω καθημένω επί του θρόνου, τω ζώντι εις τους αιώνας των αιώνων, 10 πεσούνται οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι ενώπιον του καθημένου επί του θρόνου, και προσκυνήσουσι τω ζώντι εις τους αιώνας των αιώνων, και βαλούσι τους στεφάνους αυτών ενώπιον του θρόνου λέγοντες· 11 άξιος ει, ο Κύριος και Θεός ημών, λαβείν την δόξαν και την τιμήν και την δύναμιν, ότι συ έκτισας τα πάντα, και δια το θέλημά σου ήσαν και εκτίσθησαν.



   ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. Ε΄

 1 ΚΑΙ είδον επί την δεξιάν του καθημένου επί του θρόνου βιβλίον γεγραμμένον έσωθεν και έξωθεν, κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά. 2 και είδον άγγελον ισχυρόν κηρύσσοντα εν φωνή μεγάλη· τις άξιός εστιν ανοίξαι το βιβλίον και λύσαι τας σφραγίδας αυτού; 3 και ουδείς εδύνατο εν τω ουρανω ούτε επί της γης ούτε υποκάτω της γης ανοίξαι το βιβλίον ούτε βλέπειν αυτό. 4 και εγώ έκλαιον πολύ, ότι ουδείς άξιος ευρέθη ανοίξαι το βιβλίον ούτε βλέπειν αυτό. 5 και εις εκ των πρεσβυτέρων λέγει μοι· μη κλαίε. ιδού ενίκησεν ο λέων ο εκ της φυλής Ιούδα, η ρίζα Δαυϊδ, ανοίξαι το βιβλίον και τας επτά σφραγίδας αυτού.
 6 Και είδον εν μέσω του θρόνου και των τεσσάρων ζώων και εν μέσω των πρεσβυτέρων αρνίον εστηκός ως εσφαγμένον, έχον κέρατα επτά και οφθαλμούς επτά, α εισι τα επτά πνεύματα του Θεού αποστελλόμενα εις πάσαν την γην. 7 και ήλθε και είληφεν εκ της δεξιάς του καθημένου επί του θρόνου. 8 και ότε έλαβε το βιβλίον, τα τέσσαρα ζωα και οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι έπεσαν ενώπιον του αρνίου, έχοντες έκαστος κιθάραν και φιάλας χρυσάς γεμούσας θυμιαμάτων, αι εισιν αι προσευχαί των αγίων· 9 και άδουσιν ωδήν καινήν λέγοντες· άξιος ει λαβείν το βιβλίον και ανοίξαι τας σφραγίδας αυτού, ότι εσφάγης και ηγόρασας τω Θεω ημάς εν τω αίματί σου εκ πάσης φυλής και γλώσσης και λαού και έθνους, 10 και εποίησας αυτούς τω Θεω ημών βασιλείς και ιερείς, και βασιλεύουσιν επί της γης. 11 και είδον και ήκουσα ως φωνήν αγγέλων πολλών κύκλω του θρόνου και των ζώων και των πρεσβυτέρων, και ην ο αριθμός αυτών μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων, 12 λέγοντες φωνή μεγάλη· άξιόν εστι το αρνίον το εσφαγμένον λαβείν την δύναμιν και τον πλούτον και σοφίαν και ισχύν και τιμήν και δόξαν και ευλογίαν. 13 και παν κτίσμα ό εν τω ουρανω και επί της γης και υποκάτω της γης και επί της θαλάσσης εστί, και τα εν αυτοίς πάντα, ήκουσα λέγοντας· τω καθημένω επί του θρόνου και τω αρνίω η ευλογία και η τιμή και η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. 14 και τα τέσσαρα ζωα έλεγον, αμήν· και οι πρεσβύτεροι έπεσαν και προσεκύνησαν.



    ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. ΣΤ΄

 1 ΚΑΙ είδον ότι ήνοιξε το αρνίον μίαν εκ των επτά σφραγίδων· και ήκουσα ενός εκ των τεσσάρων ζώων λέγοντος, ως φωνή βροντής· έρχου. 2 και είδον, και ιδού ίππος λευκός, και ο καθήμενος επ’ αυτόν έχων τόξον· και εδόθη αυτω στέφανος, και εξήλθε νικών και ίνα νικήση.
 3 Και ότε ήνοιξε την σφραγίδα την δευτέραν, ήκουσα του δευτέρου ζώου λέγοντος· έρχου. 4 και εξήλθεν άλλος ίππος πυρρός, και τω καθημένω επ’ αυτόν εδόθη αυτω λαβείν την ειρήνην εκ της γης και ίνα αλλήλους σφάξωσι, και εδόθη αυτω μάχαιρα μεγάλη.
 5 Και ότε ήνοιξε την σφραγίδα την τρίτην, ήκουσα του τρίτου ζώου λέγοντος· έρχου. και είδον, και ιδού ίππος μέλας, και ο καθήμενος επ’ αυτόν έχων ζυγόν εν τη χειρί αυτού· 6 και ήκουσα ως φωνήν εν μέσω των τεσσάρων ζώων λέγουσαν· χοίνιξ σίτου δηναρίου, και τρεις χοίνικες κριθής δηναρίου· και το έλαιον και τον οίνον μη αδικήσης.
 7 Και ότε ήνοιξε την σφραγίδα την τετάρτην, ήκουσα φωνήν του τετάρτου ζώου λέγοντος· έρχου. 8 και είδον, και ιδού ίππος χλωρός, και ο καθήμενος επάνω αυτού, όνομα αυτω ο θάνατος, και ο άδης ηκολούθει μετ’ αυτού· και εδόθη αυτω εξουσία επί το τέταρτον της γης, αποκτείναι εν ρομφαία και εν λιμω και εν θανάτω και υπό των θηρίων της γης.
 9 Και ότε ήνοιξε την πέμπτην σφραγίδα, είδον υποκάτω του θυσιαστηρίου τας ψυχάς των εσφαγμένων δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του αρνίου ην είχον· 10 και έκραξαν φωνή μεγάλη λέγοντες· έως πότε, ο δεσπότης ο άγιος και ο αληθινός, ου κρίνεις και εκδικείς το αίμα ημών εκ των κατοικούντων επί της γης; 11 και εδόθη αυτοίς εκάστω στολή λευκή, και ερρέθη αυτοίς ίνα αναπαύσωνται έτι χρόνον μικρόν, έως πληρώσωσι και οι σύνδουλοι αυτών και οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες αποκτέννεσθαι ως και αυτοί.
 12 Και είδον ότε ήνοιξε την σφραγίδα την έκτην, και σεισμός μέγας εγένετο, και ο ήλιος μέλας εγένετο ως σάκκος τρίχινος, και η σελήνη όλη εγένετο ως αίμα, 13 και οι αστέρες του ουρανού έπεσαν εις την γην, ως συκή βάλλουσα τους ολύνθους αυτής, υπό ανέμου μεγάλου σειομένη, 14 και ο ουρανός απεχωρίσθη ως βιβλίον ελισσόμενον, και παν όρος και νήσος εκ των τόπων αυτών εκινήθησαν· 15 και οι βασιλείς της γης και οι μεγιστάνες και οι χιλίαρχοι και οι πλούσιοι και οι ισχυροί και πας δούλος και ελεύθερος έκρυψαν εαυτούς εις τα σπήλαια και εις τας πέτρας των ορέων, 16 και λέγουσι τοις όρεσι και ταις πέτραις· πέσατε εφ’ ημάς και κρύψατε ημάς από προσώπου του καθημένου επί του θρόνου και από της οργής του αρνίου, 17 ότι ήλθεν η ημέρα η μεγάλη της οργής αυτού, και τις δύναται σταθήναι;



 ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. Ζ΄

 1 ΚΑΙ μετά τούτο είδον τέσσαρας αγγέλους εστώτας επί τας τέσσαρας γωνίας της γης, κρατούντας τους τέσσαρας ανέμους της γης, ίνα μη πνέη άνεμος επί της γης μήτε επί της θαλάσσης μήτε επί παν δένδρον. 2 και είδον άλλον άγγελον αναβαίνοντα από ανατολής ηλίου, έχοντα σφραγίδα Θεού ζώντος, και έκραξε φωνή μεγάλη τοις τέσσαρσιν αγγέλοις, οίς εδόθη αυτοίς αδικήσαι την γην και την θάλασσαν, 3 λέγων· μη αδικήσητε την γην μήτε την θάλασσαν μήτε τα δένδρα, άχρις ου σφραγίσωμεν τους δούλους του Θεού ημών επί των μετώπων αυτών. 4 Και ήκουσα τον αριθμόν των εσφραγισμένων· εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες εσφραγισμένοι εκ πάσης φυλής υιών Ισραήλ· 5 εκ φυλής Ιούδα δώδεκα χιλιάδες εσφραγισμένοι, εκ φυλής Ρουβήν δώδεκα χιλιάδες, εκ φυλής Γάδ δώδεκα χιλιάδες, 6 εκ φυλής Ασήρ δώδεκα χιλιάδες, εκ φυλής Νεφθαλείμ δώδεκα χιλιάδες, εκ φυλής Μανασσή δώδεκα χιλιάδες, 7 εκ φυλής Συμεών δώδεκα χιλιάδες, εκ φυλής Λευϊ δώδεκα χιλιάδες, εκ φυλής Ισσάχαρ δώδεκα χιλιάδες, 8 εκ φυλής Ζαβουλών δώδεκα χιλιάδες, εκ φυλής Ιωσήφ δώδεκα χιλιάδες, εκ φυλής Βενιαμίν δώδεκα χιλιάδες εσφραγισμένοι.
 9 Μετά ταύτα είδον, και ιδού όχλος πολύς, ον αριθμήσαι αυτόν ουδείς εδύνατο, εκ παντός έθνους και φυλών και λαών και γλωσσών, εστώτας ενώπιον του θρόνου και ενώπιον του αρνίου, περιβεβλημένους στολάς λευκάς, και φοίνικες εν ταις χερσίν αυτών· 10 και κράζουσι φωνή μεγάλη λέγοντες· η σωτηρία τω Θεω ημών τω καθημένω επί του θρόνου και τω αρνίω. 11 και πάντες οι άγγελοι ειστήκεισαν κύκλω του θρόνου και των πρεσβυτέρων και των τεσσάρων ζώων, και έπεσαν ενώπιον του θρόνου επί τα πρόσωπα αυτών και προσεκύνησαν τω Θεω 12 λέγοντες· αμήν· η ευλογία και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία και η τιμή και η δύναμις και η ισχύς τω Θεω ημών εις τους αιώνας των αιώνων· αμήν. 13 Και απεκρίθη εις εκ των πρεσβυτέρων λέγων μοι· ούτοι οι περιβεβλημένοι τας στολάς τας λευκάς τίνες εισί και πόθεν ήλθον; 14 και είρηκα αυτω· κύριέ μου, συ οίδας. και είπέ μοι· ούτοί εισιν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης, και έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου. 15 δια τούτό εισιν ενώπιον του θρόνου του Θεού και λατρεύουσιν αυτω ημέρας και νυκτός εν τω ναω αυτού. και ο καθήμενος επί του θρόνου σκηνώσει επ’ αυτούς. 16 ου πεινάσουσιν έτι ουδέ διψήσουσιν έτι, ουδ’ ου μη πέση επ’ αυτούς ο ήλιος ουδέ παν καύμα, 17 ότι το αρνίον το ανά μέσον του θρόνου ποιμανεί αυτούς, και οδηγήσει αυτούς επί ζωής πηγάς υδάτων, και εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών αυτών.



    ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. Η΄

 1 ΚΑΙ ότε ήνοιξε την σφραγίδα την εβδόμην, εγένετο σιγή εν τω ουρανω ως ημιώριον. 2 Και είδον τους επτά αγγέλους οί ενώπιον του Θεού εστήκασι, και εδόθησαν αυτοίς επτά σάλπιγγες. 3 και άλλος άγγελος ήλθε και εστάθη επί του θυσιαστηρίου έχων λιβανωτόν χρυσούν, και εδόθη αυτω θυμιάματα πολλά, ίνα δώση ταις προσευχαίς των αγίων πάντων επί το θυσιαστήριον το χρυσούν το ενώπιον του θρόνου. 4 και ανέβη ο καπνός των θυμιαμάτων ταις προσευχαίς των αγίων εκ χειρός του αγγέλου ενώπιον του Θεού. 5 και είληφεν ο άγγελος τον λιβανωτόν και εγέμισεν αυτόν εκ του πυρός του θυσιαστηρίου και έβαλεν εις την γην. και εγένοντο βρονταί και φωναί και αστραπαί και σεισμός.
 6 Και οι επτά άγγελοι οι έχοντες τας επτά σάλπιγγας ητοίμασαν εαυτούς ίνα σαλπίσωσι. 7 Και ο πρώτος εσάλπισε, και εγένετο χάλαζα και πυρ μεμιγμένα εν αίματι, και εβλήθη εις την γην· και το τρίτον της γης κατεκάη, και το τρίτον των δένδρων κατεκάη, και πας χόρτος χλωρός κατεκάη. 8 Και ο δεύτερος άγγελος εσάλπισε, και ως όρος μέγα πυρί καιόμενον εβλήθη εις την θάλασσαν, και εγένετο το τρίτον της θαλάσσης αίμα, 9 και απέθανε το τρίτον των κτισμάτων των εν τη θαλάσση, τα έχοντα ψυχάς, και το τρίτον των πλοίων διεφθάρη. 10 Και ο τρίτος άγγελος εσάλπισε, και έπεσεν εκ του ουρανού αστήρ μέγας καιόμενος ως λαμπάς, και έπεσεν επί το τρίτον των ποταμών και επί τας πηγάς των υδάτων. 11 και το όνομα του αστέρος λέγεται ο Άψινθος. και εγένετο το τρίτον των υδάτων εις άψινθον, και πολλοί των ανθρώπων απέθανον εκ των υδάτων, ότι επικράνθησαν. 12 Και ο τέταρτος άγγελος εσάλπισε, και επλήγη το τρίτον του ηλίου και το τρίτον της σελήνης και το τρίτον των αστέρων, ίνα σκοτισθή το τρίτον αυτών, και το τρίτον αυτής μη φανή η ημέρα, και η νύξ ομοίως.
 13 Και είδον και ήκουσα ενός αετού πετομένου εν μεσουρανήματι, λέγοντος φωνή μεγάλη· ουαί, ουαί, ουαί τους κατοικούντας επί της γης εκ των λοιπών φωνών της σάλπιγγος των τριών αγγέλων των μελλόντων σαλπίζειν.



   ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. Θ΄

 1 ΚΑΙ ο πέμπτος άγγελος εσάλπισε· και είδον αστέρα εκ του ουρανού πεπτωκότα εις την γην, και εδόθη αυτω η κλείς του φρέατος της αβύσσου, 2 και ήνοιξε το φρέαρ της αβύσσου, και ανέβη καπνός εκ του φρέατος ως καπνός καμίνου καιομένης, και εσκοτίσθη ο ήλιος και ο αήρ εκ του καπνού του φρέατος. 3 και εκ του καπνού εξήλθον ακρίδες εις την γην, και εδόθη αυταίς εξουσία ως έχουσιν εξουσίαν οι σκορπίοι της γης· 4 και ερρέθη αυταίς ίνα μη αδικήσωσι τον χόρτον της γης ουδέ παν χλωρόν ουδέ παν δένδρον, ει μη τους ανθρώπους οίτινες ουκ έχουσι την σφραγίδα του Θεού επί των μετώπων αυτών. 5 και εδόθη αυταίς ίνα μη αποκτείνωσιν αυτούς, αλλ’ ίνα βασανισθώσι μήνας πέντε· και ο βασανισμός αυτών ως βασανισμός σκορπίου, όταν παίση άνθρωπον. 6 και εν ταις ημέραις εκείναις ζητήσουσιν οι άνθρωποι τον θάνατον και ου μη ευρήσουσιν αυτόν, και επιθυμήσουσιν αποθανείν, και φεύξεται απ’ αυτών ο θάνατος. 7 και τα ομοιώματα των ακρίδων όμοια ίπποις ητοιμασμένοις εις πόλεμον, και επί τας κεφαλάς αυτών ως στέφανοι όμοιοι χρυσίω, και τα πρόσωπα αυτών ως πρόσωπα ανθρώπων, 8 και είχον τρίχας ως τρίχας γυναικών, και οι οδόντες αυτών ως λεόντων ήσαν, 9 και είχον θώρακας ως θώρακας σιδηρούς, και η φωνή των πτερύγων αυτών ως φωνή αρμάτων ίππων πολλών τρεχόντων εις πόλεμον. 10 και έχουσιν ουράς ομοίας σκορπίοις και κέντρα, και εν ταις ουραίς αυτών εξουσίαν έχουσι του αδικήσαι τους ανθρώπους μήνας πέντε. 11 έχουσι βασιλέα επ’ αυτών τον άγγελον της αβύσσου· όνομα αυτω εβραϊστί Αβαδδών, εν δε τη ελληνική όνομα έχει Απολλύων. 12 Η ουαί η μία απήλθεν· ιδού έρχονται έτι δύο ουαί μετά ταύτα.
 13 Και ο έκτος άγγελος εσάλπισε· και ήκουσα φωνήν μίαν εκ των τεσσάρων κεράτων του θυσιαστηρίου του χρυσού του ενώπιον του Θεού, 14 λέγοντος τω έκτω αγγέλω· ο έχων την σάλπιγγα, λύσον τους τέσσαρας αγγέλους τους δεδεμένους επί τω ποταμω τω μεγάλω Ευφράτη. 15 και ελύθησαν οι τέσσαρες άγγελοι οι ητοιμασμένοι εις την ωραν και εις την ημέραν και μήνα και ενιαυτόν, ίνα αποκτείνωσι το τρίτον των ανθρώπων. 16 και ο αριθμός των στρατευμάτων του ίππου δύο μυριάδες μυριάδων· ήκουσα τον αριθμόν αυτών. 17 και ούτως είδον τους ίππους εν τη οράσει και τους καθημένους επ’ αυτών, έχοντας θώρακας πυρίνους και υακινθίνους και θειώδεις· και αι κεφαλαί των ίππων ως κεφαλαί λεόντων, και εκ των στομάτων αυτών εκπορεύεται πυρ και καπνός και θείον. 18 από των τριών πληγών τούτων απεκτάνθησαν το τρίτον των ανθρώπων, εκ του πυρός και του καπνού και του θείου του εκπορευομένου εκ των στομάτων αυτών. 19 η γαρ εξουσία των ίππων εν τω στόματι αυτών εστι και εν ταις ουραίς αυτών· αι γαρ ουραί αυτών όμοιαι όφεσιν, έχουσαι κεφαλάς, και εν αυταίς αδικούσι. 20 και οι λοιποί των ανθρώπων, οί ουκ απεκτάνθησαν εν ταις πληγαίς ταύταις, ου μετενόησαν εκ των έργων των χειρών αυτών, ίνα μη προσκυνήσωσι τα δαιμόνια και τα είδωλα τα χρυσά και τα αργυρά και τα χαλκά και τα λίθινα και τα ξύλινα, α ούτε βλέπειν δύναται ούτε ακούειν ούτε περιπατείν, 21 και ου μετενόησαν εκ των φόνων αυτών ούτε εκ των φαρμακειών αυτών ούτε εκ της πορνείας αυτών ούτε εκ των κλεμμάτων αυτών.



   ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. Ι΄

 1 ΚΑΙ είδον άλλον άγγελον ισχυρόν καταβαίνοντα εκ του ουρανού, περιβεβλημένον νεφέλην, και η ίρις επί της κεφαλής αυτού, και το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, και οι πόδες αυτού ως στύλοι πυρός, 2 και έχων εν τη χειρί αυτού βιβλίον ανεωγμένον. και έθηκε τον πόδα αυτού τον δεξιόν επί της θαλάσσης, τον δε ευώνυμον επί της γης, 3 και έκραξε φωνή μεγάλη ωσπερ λέων μυκάται. και ότε έκραξεν, ελάλησαν αι επτά βρονταί τας εαυτών φωνάς. 4 Και ότε ελάλησαν αι επτά βρονταί, έμελλον γράφειν· και ήκουσα φωνήν εκ του ουρανού λέγουσαν· σφράγισον α ελάλησαν αι επτά βρονταί, και μη αυτά γράψης. 5 Και ο άγγελος, ον είδον εστώτα επί της θαλάσσης και επί της γης, ήρε την χείρα αυτού την δεξιάν εις τον ουρανόν 6 και ώμοσεν εν τω ζώντι εις τους αιώνας των αιώνων, ος έκτισε τον ουρανόν και τα εν αυτω και την γην και τα εν αυτη και την θάλασσαν και τα εν αυτη, ότι χρόνος ουκέτι έσται, 7 αλλ’ εν ταις ημέραις της φωνής του εβδόμου αγγέλου, όταν μέλλη σαλπίζειν, και ετελέσθη το μυστήριον του Θεού, ως ευηγγέλισε τους δούλους αυτού τους προφήτας. 8 Και η φωνή ην ήκουσα εκ του ουρανού, πάλιν λαλούσα μετ’ εμού και λέγουσα· ύπαγε λάβε το βιβλιδάριον το ανεωγμένον εν τη χειρί του αγγέλου του εστώτος επί της θαλάσσης και επί της γης. 9 και απήλθα προς τον άγγελον, λέγων αυτω δούναί μοι το βιβλιδάριον. και λέγει μοι· λάβε και κατάφαγε αυτό, και πικρανεί σου την κοιλίαν, αλλ’ εν τω στόματί σου έσται γλυκύ ως μέλι. 10 και έλαβον το βιβλίον εκ της χειρός του αγγέλου και κατέφαγον αυτό, και ην εν τω στόματί μου ως μέλι γλυκύ· και ότε έφαγον αυτό, επικράνθη η κοιλία μου. 11 και λέγουσί μοι· δεί σε πάλιν προφητεύσαι επί λαοίς και έθνεσι και γλώσσαις και βασιλεύσι πολλοίς.



    ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. ΙΑ΄

 1 ΚΑΙ εδόθη μοι κάλαμος όμοιος ράβδω, λέγων· έγειρε και μέτρησον τον ναόν του Θεού και το θυσιαστήριον και τους προσκυνούντας εν αυτω· 2 και την αυλήν την έξωθεν του ναού έκβαλε έξω και μη αυτήν μετρήσης, ότι εδόθη τοις έθνεσι, και την πόλιν την αγίαν πατήσουσι μήνας τεσσαράκοντα δύο. 3 και δώσω τοις δυσί μάρτυσί μου, και προφητεύσουσιν ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα, περιβεβλημένοι σάκκους. 4 ούτοί εισιν αι δύο ελαίαι και αι δύο λυχνίαι αι ενώπιον του Κυρίου της γης εστώσαι. 5 και ει τις αυτούς θέλει αδικήσαι, πυρ εκπορεύεται εκ του στόματος αυτών και κατεσθίει τους εχθρούς αυτών· και ει τις θέλει αυτούς αδικήσαι, ούτω δεί αυτόν αποκτανθήναι. 6 ούτοι έχουσιν εξουσίαν τον ουρανόν κλείσαι, ίνα μη υετός βρέχη τας ημέρας της προφητείας αυτών, και εξουσίαν έχουσιν επί των υδάτων στρέφειν αυτά εις αίμα και πατάξαι την γην εν πάση πληγή, οσάκις εάν θελήσωσι. 7 και όταν τελέσωσι την μαρτυρίαν αυτών, το θηρίον το αναβαίνον εκ της αβύσσου ποιήσει μετ’ αυτών πόλεμον και νικήσει αυτούς και αποκτενεί αυτούς. 8 και το πτώμα αυτών επί της πλατείας της πόλεως της μεγάλης, ήτις καλείται πνευματικώς Σόδομα και Αίγυπτος, όπου και ο Κύριος αυτών εσταυρώθη. 9 και βλέπουσιν εκ των λαών και φυλών και γλωσσών και εθνών το πτώμα αυτών ημέρας τρεις και ήμισυ, και τα πτώματα αυτών ουκ αφήσουσι τεθήναι εις μνήμα. 10 και οι κατοικούντες επί της γης χαίρουσιν επ’ αυτοίς, και ευφρανθήσονται και δώρα πέμψουσιν αλλήλοις, ότι ούτοι οι δύο προφήται εβασάνισαν τους κατοικούντας επί της γης. 11 και μετά τας τρεις ημέρας και ήμισυ, πνεύμα ζωής εκ του Θεού εισήλθεν εις αυτούς, και έστησαν επί τους πόδας αυτών, και φόβος μέγας επέπεσεν επί τους θεωρούντας αυτούς. 12 και ήκουσα φωνήν μεγάλην εκ του ουρανού λέγουσαν αυτοίς· ανάβητε ώδε. και ανέβησαν εις τον ουρανόν εν τη νεφέλη, και εθεώρησαν αυτούς οι εχθροί αυτών. 13 Και εν εκείνη τη ημέρα εγένετο σεισμός μέγας, και το δέκατον της πόλεως έπεσε, και απεκτάνθησαν εν τω σεισμω ονόματα ανθρώπων χιλιάδες επτά, και οι λοιποί έμφοβοι εγένοντο και έδωκαν δόξαν τω Θεω του ουρανού. 14 Η ουαί η δευτέρα απήλθεν· η ουαί η τρίτη ιδού έρχεται ταχύ.
 15 Και ο έβδομος άγγελος εσάλπισε· και εγένοντο φωναί μεγάλαι εν τω ουρανω λέγουσαι· εγένετο η βασιλεία του κόσμου του Κυρίου ημών και του Χριστού αυτού, και βασιλεύσει εις τους αιώνας των αιώνων. 16 και οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι οι ενώπιον του θρόνου του Θεού, οί κάθηνται επί τους θρόνους αυτών, έπεσαν επί τα πρόσωπα αυτών και προσεκύνησαν τω Θεω 17 λέγοντες· ευχαριστούμέν σοι, Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ότι είληφας την δύναμίν σου την μεγάλην και εβασίλευσας, 18 και τα έθνη ωργίσθησαν, και ήλθεν η οργή σου και ο καιρός των εθνών κριθήναι και δούναι τον μισθόν τοις δούλοις σου τοις προφήταις και τοις αγίοις τοις φοβουμένοις το όνομά σου, τοις μικροίς και τοις μεγάλοις, και διαφθείραι τους διαφθείροντας την γην.
 19 Και ηνοίγη ο ναός του Θεού ο εν τω ουρανω, και ώφθη η κιβωτός της διαθήκης Κυρίου εν τω ναω αυτού, και εγένοντο αστραπαί και φωναί και βρονταί και σεισμός και χάλαζα μεγάλη.



   ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. ΙΒ΄

 1 ΚΑΙ σημείον μέγα ώφθη εν τω ουρανω, γυνή περιβεβλημένη τον ήλιον, και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής, και επί της κεφαλής αυτής στέφανος αστέρων δώδεκα, 2 και εν γαστρί έχουσα έκραζεν ωδίνουσα και βασανιζομένη τεκείν. 3 και ώφθη άλλο σημείον εν τω ουρανω, και ιδού δράκων πυρρός μέγας, έχων κεφαλάς επτά και κέρατα δέκα, και επί τας κεφαλάς αυτού επτά διαδήματα, 4 και η ουρά αυτού σύρει το τρίτον των αστέρων του ουρανού, και έβαλεν αυτούς εις την γην. και ο δράκων έστηκεν ενώπιον της γυναικός της μελλούσης τεκείν, ίνα, όταν τέκη, το τέκνον αυτής καταφάγη. 5 και έτεκεν υιόν άρρενα, ος μέλλει ποιμαίνειν πάντα τα έθνη εν ράβδω σιδηρά· και ηρπάσθη το τέκνον αυτής προς τον Θεόν και προς τον θρόνον αυτού. 6 και η γυνή έφυγεν εις την έρημον, όπου έχει εκεί τόπον ητοιμασμένον από του Θεού, ίνα εκεί τρέφωσιν αυτήν ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα. 7 Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανω· ο Μιχαήλ και οι άγγελοι αυτού -του πολεμήσαι μετά του δράκοντος· και ο δράκων επολέμησε και οι άγγελοι αυτού, 8 και ουκ ίσχυσεν, ουδέ τόπος ευρέθη αυτω έτι εν τω ουρανω. 9 και εβλήθη ο δράκων, -ο όφις ο μέγας ο αρχαίος, ο καλούμενος Διάβολος και ο Σατανάς, ο πλανών την οικουμένην όλην, εβλήθη εις την γην, και οι άγγελοι αυτού μετ’ αυτού εβλήθησαν. 10 και ήκουσα φωνήν μεγάλην εν τω ουρανω λέγουσαν· άρτι εγένετο η σωτηρία και η δύναμις και η βασιλεία του Θεού ημών και η εξουσία του Χριστού αυτού, ότι εβλήθη ο κατήγορος των αδελφών ημών, ο κατηγορών αυτών ενώπιον του Θεού ημών ημέρας και νυκτός. 11 και αυτοί ενίκησαν αυτόν δια το αίμα του αρνίου και δια τον λόγον της μαρτυρίας αυτών, και ουκ ηγάπησαν την ψυχήν αυτών άχρι θανάτου. 12 δια τούτο ευφραίνεσθε ουρανοί και οι εν αυτοίς σκηνούντες· ουαί την γην και την θάλασσαν, ότι κατέβη ο διάβολος προς υμάς έχων θυμόν μέγαν, ειδώς ότι ολίγον καιρόν έχει.
 13 Και ότε είδεν ο δράκων ότι εβλήθη εις την γην, εδίωξε την γυναίκα ήτις έτεκε τον άρρενα. 14 και εδόθησαν τη γυναικί δύο πτέρυγες του αετού του μεγάλου, ίνα πέτηται εις την έρημον εις τον τόπον αυτής, όπως τρέφηται εκεί καιρόν και καιρούς και ήμισυ καιρού από προσώπου του όφεως. 15 και έβαλεν ο όφις εκ του στόματος αυτού οπίσω της γυναικός ύδωρ ως ποταμόν, ίνα αυτήν ποταμοφόρητον ποιήση. 16 και εβοήθησεν η γη τη γυναικί, και ήνοιξεν η γη το στόμα αυτής και κατέπιε τον ποταμόν ον έβαλεν ο δράκων εκ του στόματος αυτού. 17 και ωργίσθη ο δράκων επί τη γυναικί, και απήλθε ποιήσαι πόλεμον μετά των λοιπών του σπέρματος αυτής, των τηρούντων τας εντολάς του Θεού και εχόντων την μαρτυρίαν Ιησού.



    ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. ΙΓ΄

 1 ΚΑΙ εστάθην επί την άμμον της θαλάσσης· και είδον εκ της θαλάσσης θηρίον αναβαίνον, έχον κέρατα δέκα και κεφαλάς επτά, και επί των κεράτων αυτού δέκα διαδήματα, και επί τας κεφαλάς αυτού ονόματα βλασφημίας. 2 και το θηρίον ό είδον ην όμοιον παρδάλει, και οι πόδες αυτού ως άρκου, και το στόμα αυτού ως στόμα λέοντος. και έδωκεν αυτω ο δράκων την δύναμιν αυτού και τον θρόνον αυτού και εξουσίαν μεγάλην· - 3 και μίαν εκ των κεφαλών αυτού ως εσφαγμένην εις θάνατον. και η πληγή του θανάτου αυτού εθεραπεύθη, και εθαύμασεν όλη η γη οπίσω του θηρίου. 4 και προσεκύνησαν τω δράκοντι τω δεδωκότι την εξουσίαν τω θηρίω, και προσεκύνησαν τω θηρίω λέγοντες· τις όμοιος τω θηρίω; τις δύναται πολεμήσαι μετ' αυτού; 5 και εδόθη αυτω στόμα λαλούν μεγάλα και βλασφημίαν· και εδόθη αυτω εξουσία πόλεμον ποιήσαι μήνας τεσσαράκοντα δύο. 6 και ήνοιξε το στόμα αυτού εις βλασφημίαν προς τον Θεόν, βλασφημήσαι το όνομα αυτού και την σκηνήν αυτού, τους εν τω ουρανω σκηνούντας. 7 και εδόθη αυτω πόλεμον ποιήσαι μετά των αγίων και νικήσαι αυτούς, και εδόθη αυτω εξουσία επί πάσαν φυλήν και λαόν και γλώσσαν και έθνος. 8 και προσκυνήσουσιν αυτόν πάντες οι κατοικούντες επί της γης, ων ου γέγραπται το όνομα εν τω βιβλίω της ζωής του αρνίου του εσφαγμένου από καταβολής κόσμου. 9 Ει τις έχει ους, ακουσάτω. 10 ει τις εις αιχμαλωσίαν απάγει, εις αιχμαλωσίαν υπάγει· ει τις εν μαχαίρα αποκτέννει, δεί αυτόν εν μαχαίρα αποκτανθήναι. ώδέ εστιν η υπομονή και η πίστις των αγίων.
 11 Και είδον άλλο θηρίον αναβαίνον εκ της γης, και είχε κέρατα δύο όμοια αρνίω, και ελάλει ως δράκων. 12 και την εξουσίαν του πρώτου θηρίου πάσαν ποιεί ενώπιον αυτού. και ποιεί την γην και τους εν αυτη κατοικούντας ίνα προσκυνήσωσι το θηρίον το πρώτον, ου εθεραπεύθη η πληγή του θανάτου αυτού. 13 και ποιεί σημεία μεγάλα, και πυρ ίνα εκ του ουρανού καταβαίνη εις την γην ενώπιον των ανθρώπων. 14 και πλανά τους κατοικούντας επί της γης δια τα σημεία α εδόθη αυτω ποιήσαι ενώπιον του θηρίου, λέγων τοις κατοικούσιν επί της γης ποιήσαι εικόνα τω θηρίω, ος είχε την πληγήν της μαχαίρας και έζησε. 15 και εδόθη αυτω πνεύμα δούναι τη εικόνι του θηρίου, ίνα και λαλήση η εικών του θηρίου και ποιήση, όσοι εάν μη προσκυνήσωσι τη εικόνι του θηρίου, ίνα αποκτανθώσι. 16 και ποιεί πάντας, τους μικρούς και τους μεγάλους, και τους πλουσίους και τους πτωχούς, και τους ελευθέρους και τους δούλους, ίνα δώσωσιν αυτοίς χάραγμα επί της χειρός αυτών της δεξιάς ή επί των μετώπων αυτών, 17 και ίνα μη τις δύνηται αγοράσαι ή πωλήσαι ει μη ο έχων το χάραγμα, το όνομα του θηρίου ή τον αριθμόν του ονόματος αυτού. 18 ­Ωδε η σοφία εστίν· ο έχων νουν ψηφισάτω τον αριθμόν του θηρίου· αριθμός γαρ ανθρώπου εστί· και ο αριθμός αυτού χξς.



    ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. ΙΔ΄

 1 ΚΑΙ είδον, και ιδού το αρνίον εστηκός επί το όρος Σιών, και μετ’ αυτού εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, έχουσαι το όνομα αυτού και το όνομα του πατρός αυτού γεγραμμένον επί των μετώπων αυτών. 2 και ήκουσα φωνήν εκ του ουρανού ως φωνήν υδάτων πολλών και ως φωνήν βροντής μεγάλης· και η φωνή ην ήκουσα, ως κιθαρωδών κιθαριζόντων εν ταις κιθάραις αυτών. 3 και άδουσιν ωδήν καινήν ενώπιον του θρόνου και ενώπιον των τεσσάρων ζώων και των πρεσβυτέρων· και ουδείς εδύνατο μαθείν την ωδήν ει μη αι εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, οι ηγορασμένοι από της γης. 4 ούτοί εισιν οί μετά γυναικών ουκ εμολύνθησαν· παρθένοι γαρ εισιν. ούτοί εισιν οι ακολουθούντες τω αρνίω όπου αν υπάγη. ούτοι ηγοράσθησαν από των ανθρώπων απαρχή τω Θεω και τω αρνίω· 5 και ουχ ευρέθη ψεύδος εν τω στόματι αυτών· άμωμοι γαρ εισιν.
 6 Και είδον άλλον άγγελον πετόμενον εν μεσουρανήματι, έχοντα ευαγγέλιον αιώνιον ευαγγελίσαι επί τους καθημένους επί της γης και επί παν έθνος και φυλήν και γλώσσαν και λαόν, 7 λέγων εν φωνή μεγάλη· φοβήθητε τον Κύριον και δότε αυτω δόξαν, ότι ήλθεν η ωρα της κρίσεως αυτού, και προσκυνήσατε τω ποιήσαντι τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και πηγάς υδάτων. 8 και άλλος δεύτερος άγγελος ηκολούθησε λέγων· έπεσεν, έπεσε Βαβυλών η μεγάλη, ή εκ του οίνου του θυμού της πορνείας αυτής πεπότικε πάντα έθνη. 9 Και άλλος άγγελος τρίτος ηκολούθησεν αυτοίς λέγων εν φωνή μεγάλη· ει τις προσκυνεί το θηρίον και την εικόνα αυτού, και λαμβάνει το χάραγμα επί του μετώπου αυτού ή επί την χείρα αυτού, 10 και αυτός πίεται εκ του οίνου του θυμού του Θεού του κεκερασμένου ακράτου εν τω ποτηρίω της οργής αυτού, και βασανισθήσεται εν πυρί και θείω ενώπιον των αγίων αγγέλων και ενώπιον του αρνίου. 11 και ο καπνός του βασανισμού αυτών εις αιώνας αιώνων αναβαίνει, και ουκ έχουσιν ανάπαυσιν ημέρας και νυκτός οι προσκυνούντες το θηρίον και την εικόνα αυτού, και ει τις λαμβάνει το χάραγμα του ονόματος αυτού. 12 ­Ωδε η υπομονή των αγίων εστίν, οι τηρούντες τας εντολάς του Θεού και την πίστιν Ιησού.
 13 Και ήκουσα φωνής εκ του ουρανού λεγούσης· γράψον, μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι. ναί, λέγει το Πνεύμα, ίνα αναπαύσωνται εκ των κόπων αυτών· τα δε έργα αυτών ακολουθεί μετ’ αυτών.
 14 Και είδον, και ιδού νεφέλη λευκή, και επί την νεφέλην καθήμενος όμοιος υιω ανθρώπου, έχων επί της κεφαλής αυτού στέφανον χρυσούν και εν τη χειρί αυτού δρέπανον οξύ. 15 Και άλλος άγγελος εξήλθεν εκ του ναού, κράζων εν φωνή μεγάλη τω καθημένω επί της νεφέλης· πέμψον το δρέπανόν σου και θέρισον, ότι ήλθεν η ωρα του θερίσαι, ότι εξηράνθη ο θερισμός της γης. 16 και έβαλεν ο καθήμενος επί την νεφέλην το δρέπανον αυτού επί την γην, και εθερίσθη η γη. 17 Και άλλος άγγελος εξήλθεν εκ του ναού του εν τω ουρανω, έχων και αυτός δρέπανον οξύ. 18 Και άλλος άγγελος εξήλθεν εκ του θυσιαστηρίου, έχων εξουσίαν επί του πυρός, και εφώνησε κραυγή μεγάλη τω έχοντι το δρέπανον το οξύ λέγων· πέμψον σου το δρέπανον το οξύ και τρύγησον τους βότρυας της αμπέλου της γης, ότι ήκμασεν η σταφυλή της γης. 19 και έβαλεν ο άγγελος το δρέπανον αυτού εις την γην, και ετρύγησε την άμπελον της γης, και έβαλεν εις την ληνόν του θυμού του Θεού την μεγάλην. 20 και επατήθη η ληνός έξω της πόλεως, και εξήλθεν αίμα εκ της ληνού άχρι των χαλινών των ίππων από σταδίων χιλίων εξακοσίων.



    ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. ΙΕ΄

 1 ΚΑΙ είδον άλλο σημείον εν τω ουρανω μέγα και θαυμαστόν, αγγέλους επτά έχοντας πληγάς επτά τας εσχάτας, ότι εν αυταίς ετελέσθη ο θυμός του Θεού. 2 και είδον ως θάλασσαν υαλίνην μεμιγμένην πυρί, και τους νικώντας εκ του θηρίου και εκ της εικόνος αυτού και εκ του αριθμού του ονόματος αυτού εστώτας επί την θάλασσαν την υαλίνην, έχοντας τας κιθάρας του Θεού. 3 και άδουσι την ωδήν Μωϋσέως του δούλου του Θεού και την ωδήν του αρνίου λέγοντες· μεγάλα και θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ· δίκαιαι και αληθιναί αι οδοί σου, ο βασιλεύς των εθνών. 4 τις ου μη φοβηθή, Κύριε, και δοξάση το όνομά σου; ότι μόνος όσιος, ότι πάντα τα έθνη ήξουσι και προσκυνήσουσιν ενώπιόν σου, ότι τα δικαιώματά σου εφανερώθησαν.
 5 Και μετά ταύτα είδον, και ηνοίγη ο ναός της σκηνής του μαρτυρίου εν τω ουρανω, 6 και εξήλθον οι επτά άγγελοι οι έχοντες τας επτά πληγάς εκ του ναού, οί ήσαν ενδεδυμένοι λίνον καθαρόν λαμπρόν και περιεζωσμένοι περί τα στήθη ζώνας χρυσάς. 7 και εν εκ των τεσσάρων ζώων έδωκε τοις επτά αγγέλοις επτά φιάλας χρυσάς, γεμούσας του θυμού του Θεού του ζώντος εις τους αιώνας των αιώνων. 8 και εγεμίσθη ο ναός εκ του καπνού εκ της δόξης του Θεού και εκ της δυνάμεως αυτού· 9 και ουδείς εδύνατο εισελθείν εις τον ναόν άχρι τελεσθώσιν αι επτά πληγαί των επτά αγγέλων.



    ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. ΙΣΤ΄

 1 ΚΑΙ ήκουσα μεγάλης φωνής εκ του ναού λεγούσης τοις επτά αγγέλοις· υπάγετε και εκχέατε τας επτά φιάλας του θυμού του Θεού εις την γην. 2 Και απήλθεν ο πρώτος και εξέχεε την φιάλην αυτού εις την γην· και εγένετο έλκος κακόν και πονηρόν επί τους ανθρώπους τους έχοντας το χάραγμα του θηρίου και τους προσκυνούντας τη εικόνι αυτού. 3 Και ο δεύτερος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού εις την θάλασσαν· και εγένετο αίμα ως νεκρού, και πάσα ψυχή ζώσα απέθανεν εν τη θαλάσση. 4 Και ο τρίτος εξέχεε την φιάλην αυτού εις τους ποταμούς και εις τας πηγάς των υδάτων· και εγένετο αίμα. 5 Και ήκουσα του αγγέλου των υδάτων λέγοντος· δίκαιος ει, ο ων και ο ην, ο όσιος, ότι ταύτα έκρινας· 6 ότι αίμα αγίων και προφητών εξέχεαν, και αίμα αυτοίς έδωκας πιείν· άξιοί εισι. 7 Και ήκουσα του θυσιαστηρίου λέγοντος· ναί, Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ, αληθιναί και δίκαιαι αι κρίσεις σου. 8 Και ο τέταρτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ήλιον· και εδόθη αυτω καυματίσαι εν πυρί τους ανθρώπους, 9 και εκαυματίσθησαν οι άνθρωποι καύμα μέγα, και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι το όνομα του Θεού του έχοντος εξουσίαν επί τας πληγάς ταύτας, και ου μετενόησαν δούναι αυτω δόξαν. 10 Και ο πέμπτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον θρόνον του θηρίου· και εγένετο η βασιλεία αυτού εσκοτωμένη, και εμασώντο τας γλώσσας αυτών εκ του πόνου, 11 και εβλασφήμησαν τον Θεόν του ουρανού εκ των πόνων αυτών και εκ των ελκών αυτών, και ου μετενόησαν εκ των έργων αυτών. 12 Και ο έκτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ποταμόν τον μέγαν τον Ευφράτην· και εξηράνθη το ύδωρ αυτού, ίνα ετοιμασθή η οδός των βασιλέων των από ανατολής ηλίου. 13 Και είδον εκ του στόματος του δράκοντος και εκ του στόματος του θηρίου και εκ του στόματος του ψευδοπροφήτου πνεύματα τρία ακάθαρτα, ως βάτραχοι· 14 εισί γαρ πνεύματα δαιμονίων ποιούντα σημεία, α εκπορεύεται επί τους βασιλείς της οικουμένης όλης, συναγαγείν αυτούς εις τον πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του παντοκράτορος. 15 Ιδού έρχομαι ως κλέπτης· μακάριος ο γρηγορών και τηρών τα ιμάτια αυτού, ίνα μη γυμνός περιπατη και βλέπωσι την ασχημοσύνην αυτού. 16 και συνήγαγεν αυτούς εις τον τόπον τον καλούμενον εβραϊστί Αρμαγεδών. 17 Και ο έβδομος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον αέρα· και εξήλθε φωνή μεγάλη εκ του ναού του ουρανού από του θρόνου λέγουσα· γέγονε. 18 και εγένοντο αστραπαί και φωναί και βρονταί, και σεισμός εγένετο μέγας, οίος ουκ εγένετο αφ’ ου οι άνθρωποι εγένοντο επί της γης, τηλικούτος σεισμός ούτω μέγας. 19 και εγένετο η πόλις η μεγάλη εις τρία μέρη, και αι πόλεις των εθνών έπεσαν. και Βαβυλών η μεγάλη εμνήσθη ενώπιον του Θεού δούναι αυτη το ποτήριον του οίνου του θυμού της οργής αυτού. 20 και πάσα νήσος έφυγε, και όρη ουχ ευρέθησαν. 21 και χάλαζα μεγάλη ως ταλαντιαία καταβαίνει εκ του ουρανού επί τους ανθρώπους· και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι τον Θεόν εκ της πληγής της χαλάζης, ότι μεγάλη εστίν η πληγή αύτη σφόδρα.



    ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. ΙΖ΄

 1 ΚΑΙ ήλθεν εις εκ των επτά αγγέλων των εχόντων τας επτά φιάλας, και ελάλησε μετ’ εμού λέγων· δεύρο δείξω σοι το κρίμα της πόρνης της μεγάλης της καθημένης επί υδάτων πολλών, 2 μεθ’ ης επόρνευσαν οι βασιλείς της γης, και εμεθύσθησαν οι κατοικούντες την γην εκ του οίνου της πορνείας αυτής. 3 και απήνεγκέ με εις έρημον εν πνεύματι. και είδον γυναίκα καθημένην επί το θηρίον το κόκκινον, γέμον ονόματα βλασφημίας, έχον κεφαλάς επτά και κέρατα δέκα. 4 και η γυνή ην περιβεβλημένη πορφυρούν και κόκκινον και κεχρυσωμένη χρυσίω και λίθω τιμίω και μαργαρίταις, έχουσα ποτήριον χρυσούν εν τη χειρί αυτής, γέμον βδελυγμάτων, και τα ακάθαρτα της πορνείας της γης, 5 και επί το μέτωπον αυτής όνομα γεγραμμένον· μυστήριον, Βαβυλών η μεγάλη, η μήτηρ των πορνών και των βδελυγμάτων της γης. 6 και είδον την γυναίκα μεθύουσαν εκ του αίματος των αγίων και εκ του αίματος των μαρτύρων Ιησού. και εθαύμασα ιδών αυτήν θαύμα μέγα. 7 Και είπέ μοι ο άγγελος· διατί εθαύμασας; εγώ ερώ σοι το μυστήριον της γυναικός και του θηρίου του βαστάζοντος αυτήν, του έχοντος τας επτά κεφαλάς και τα δέκα κέρατα. 8 Το θηρίον ό είδες, ην και ουκ έστι, και μέλλει αναβαίνειν εκ της αβύσσου και εις απώλειαν υπάγειν· και θαυμάσονται οι κατοικούντες επί της γης, ων ου γέγραπται το όνομα επί το βιβλίον της ζωής από καταβολής κόσμου, βλεπόντων το θηρίον ότι ην, και ουκ έστι και παρέσται. 9 ­Ωδε ο νους ο έχων σοφίαν. αι επτά κεφαλαί όρη επτά εισιν, όπου η γυνή κάθηται επ’ αυτών, 10 και βασιλείς επτά εισιν· οι πέντε έπεσαν, ο εις εστιν, ο άλλος ούπω ήλθε, και όταν έλθη, ολίγον αυτόν δεί μείναι. 11 και το θηρίον ό ην και ουκ έστι, και αυτός όγδοός εστι, και εκ των επτά εστι, και εις απώλειαν υπάγει. 12 και τα δέκα κέρατα α είδες δέκα βασιλείς εισιν, οίτινες βασιλείαν ούπω έλαβον, αλλ’ εξουσίαν ως βασιλείς μίαν ωραν λαμβάνουσι μετά του θηρίου. 13 ούτοι μίαν γνώμην έχουσι, και την δύναμιν και την εξουσίαν αυτών τω θηρίω διδόασιν. 14 ούτοι μετά του αρνίου πολεμήσουσι, και το αρνίον νικήσει αυτούς, ότι κύριος κυρίων εστί και βασιλεύς βασιλέων, και οι μετ’ αυτού κλητοί και εκλεκτοί και πιστοί.
 15 Και λέγει μοι· τα ύδατα α είδες, ου η πόρνη κάθηται, λαοί και όχλοι εισί και έθνη και γλώσσαι. 16 και τα δέκα κέρατα α είδες και το θηρίον, ούτοι μισήσουσι την πόρνην και ηρημωμένην ποιήσουσιν αυτήν και γυμνήν, και τας σάρκας αυτής φάγονται, και αυτήν κατακαύσουσιν εν πυρί. 17 ο γαρ Θεός έδωκεν εις τας καρδίας αυτών ποιήσαι την γνώμην αυτού, και ποιήσαι μίαν γνώμην και δούναι την βασιλείαν αυτών τω θηρίω, άχρι τελεσθώσιν οι λόγοι του Θεού. 18 και η γυνή ην είδες έστιν η πόλις η μεγάλη η έχουσα βασιλείαν επί των βασιλέων της γης.



    ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. ΙΗ΄

 1 ΜΕΤΑ ταύτα είδον άλλον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού, έχοντα εξουσίαν μεγάλην, και η γη εφωτίσθη εκ της δόξης αυτού, 2 και έκραξεν εν ισχυρά φωνή λέγων· έπεσεν, έπεσε Βαβυλών η μεγάλη, και εγένετο κατοικητήριον δαιμονίων και φυλακή παντός πνεύματος ακαθάρτου και φυλακή παντός ορνέου ακαθάρτου και μεμισημένου· 3 ότι εκ του οίνου του θυμού της πορνείας αυτής πέπωκαν πάντα τα έθνη, και οι βασιλείς της γης μετ’ αυτής επόρνευσαν, και οι έμποροι της γης εκ της δυνάμεως του στρήνους αυτής επλούτησαν.
 4 Και ήκουσα άλλην φωνήν εκ του ουρανού λέγουσαν· έξελθε εξ αυτής ο λαός μου, ίνα μη συγκοινωνήσητε ταις αμαρτίαις αυτής, και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβητε· 5 ότι εκολλήθησαν αυτής αι αμαρτίαι άχρι του ουρανού, και εμνημόνευσεν ο Θεός τα αδικήματα αυτής. 6 απόδοτε αυτη ως και αυτή απέδωκε, και διπλώσατε αυτη διπλά κατά τα έργα αυτής· εν τω ποτηρίω ω εκέρασε, κεράσατε αυτη διπλούν. 7 όσα εδόξασεν εαυτήν και εστρηνίασε, τοσούτον δότε αυτη βασανισμόν και πένθος. ότι εν τη καρδία αυτής λέγει, ότι κάθημαι καθώς βασίλισσα και χήρα ουκ ειμί και πένθος ου μη ίδω, 8 δια τούτο εν μια ημέρα ήξουσιν αι πληγαί αυτής, θάνατος και πένθος και λιμός, και εν πυρί κατακαυθήσεται· ότι ισχυρός Κύριος Θεός ο κρίνας αυτήν. 9 και κλαύσουσιν αυτήν και κόψονται επ’ αυτη οι βασιλείς της γης οι μετ’ αυτής πορνεύσαντες και στρηνιάσαντες, όταν βλέπωσι τον καπνόν της πυρώσεως αυτής,10 από μακρόθεν εστηκότες δια τον φόβον του βασανισμού αυτής, λέγοντες· ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη Βαβυλών, η πόλις η ισχυρά, ότι μια ωρα ήλθεν η κρίσις σου. 11 και οι έμποροι της γης κλαύσουσι και πενθήσουσιν επ’ αυτη, ότι τον γόμον αυτών ουδείς αγοράζει ουκέτι, 12 γόμον χρυσού και αργύρου και λίθου τιμίου και μαργαρίτου, και βυσσίνου και πορφύρας και σηρικού και κοκκίνου, και παν ξύλον θύϊνον και παν σκεύος ελεφάντινον και παν σκεύος εκ ξύλου τιμιωτάτου και χαλκού και σιδήρου και μαρμάρου, 13 και κινάμωμον και άμωμον και θυμιάματα, και μύρον και λίβανον και οίνον και έλαιον και σεμίδαλιν και σίτον και κτήνη και πρόβατα, και ίππων και ρεδών και σωμάτων, και ψυχάς ανθρώπων. 14 και η οπώρα της επιθυμίας της ψυχής σου απώλετο από σου, και πάντα τα λιπαρά και τα λαμπρά απήλθεν από σου, και ουκέτι ου μη αυτά ευρήσεις. 15 οι έμποροι τούτων, οι πλουτήσαντες απ’ αυτής, από μακρόθεν στήσονται δια τον φόβον του βασανισμού αυτής κλαίοντες και πενθούντες, 16 λέγοντες· ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, η περιβεβλημένη βύσσινον και πορφυρούν και κόκκινον και κεχρυσωμένη εν χρυσίω και λίθω τιμίω και μαργαρίταις, ότι μια ωρα ηρημώθη ο τοσούτος πλούτος. 17 και πας κυβερνήτης και πας ο επί τόπον πλέων, και ναύται και όσοι την θάλασσαν εργάζονται, από μακρόθεν έστησαν, 18 και έκραζον βλέποντες τον καπνόν της πυρώσεως αυτής, λέγοντες· τις ομοία τη πόλει τη μεγάλη; 19 και έβαλον χουν επί τας κεφαλάς αυτών και έκραζον κλαίοντες και πενθούντες, λέγοντες· ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, εν ή επλούτησαν πάντες οι έχοντες τα πλοία εν τη θαλάσση εκ της τιμιότητος αυτής· ότι μια ωρα ηρημώθη. 20 Ευφραίνου επ’ αυτη, ουρανέ, και οι άγιοι και οι απόστολοι και οι προφήται, ότι έκρινεν ο Θεός το κρίμα υμών εξ αυτής.
 21Καί ήρεν εις άγγελος ισχυρός λίθον ως μύλον μέγαν και έβαλεν εις την θάλασσαν λέγων· ούτως ορμήματι βληθήσεται Βαβυλών η μεγάλη πόλις, και ου μη ευρεθή έτι. 22 και φωνή κιθαρωδών και μουσικών και αυλητών και σαλπιστών ου μη ακουσθή εν σοί έτι, και πας τεχνίτης πάσης τέχνης ου μη ευρεθή εν σοί έτι, και φωνή μύλου ου μη ακουσθή εν σοί έτι, 23 και φως λύχνου ου μη φανή εν σοί έτι, και φωνή νυμφίου και νύμφης ου μη ακουσθή εν σοί έτι· ότι οι έμποροί σου ήσαν οι μεγιστάνες της γης, ότι εν τη φαρμακεία σου επλανήθησαν πάντα τα έθνη, 24 και εν αυτη αίματα προφητών και αγίων ευρέθη και πάντων των εσφαγμένων επί της γης.



    ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. ΙΘ΄

 1 Μετά ταύτα ήκουσα ως φωνήν μεγάλην όχλου πολλού εν τω ουρανω λεγόντων· αλληλούϊα· η σωτηρία και η δόξα και η δύναμις του Θεού ημών, 2 ότι αληθιναί και δίκαιαι αι κρίσεις αυτού· ότι έκρινε την πόρνην την μεγάλην, ήτις διέφθειρε την γην εν τη πορνεία αυτής, και εξεδίκησε το αίμα των δούλων αυτού εκ χειρός αυτής. 3 και δεύτερον είρηκαν· αλληλούϊα· και ο καπνός αυτής αναβαίνει εις τους αιώνας των αιώνων. 4 και έπεσαν οι είκοσι και τέσσαρες πρεσβύτεροι και τα τέσσαρα ζώα και προσεκύνησαν τω Θεω τω καθημένω επί τω θρόνω λέγοντες· αμήν, αλληλούϊα. 5 και φωνή από του θρόνου εξήλθε λέγουσα· αινείτε τον Θεόν ημών πάντες οι δούλοι αυτού και οι φοβούμενοι αυτόν, οι μικροί και οι μεγάλοι.
 6 Και ήκουσα ως φωνήν όχλου πολλού και ως φωνήν υδάτων πολλών και ως φωνήν βροντών ισχυρών, λεγόντων· αλληλούϊα· ότι εβασίλευσε Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ. 7 χαίρωμεν και αγαλλιώμεθα και δώμεν την δόξαν αυτω, ότι ήλθεν ο γάμος του αρνίου και η γυνή αυτού ητοίμασεν εαυτήν. 8 και εδόθη αυτη ίνα περιβάληται βύσσινον λαμπρόν καθαρόν· το γαρ βύσσινον τα δικαιώματα των αγίων εστί.
 9 Και λέγει μοι· γράψον, μακάριοι οι εις το δείπνον του γάμου του αρνίου κεκλημένοι. και λέγει μοι· ούτοι οι λόγοι αληθινοί του Θεού εισι. 10 Και έπεσα έμπροσθεν των ποδών αυτού προσκυνήσαι αυτω. και λέγει μοι· όρα μη· σύνδουλός σου ειμι και των αδελφών σου των εχόντων την μαρτυρίαν Ιησού· τω Θεω προσκύνησον· η γαρ μαρτυρία του Ιησού εστι το πνεύμα της προφητείας.
 11 Και είδον τον ουρανόν ανεωγμένον, και ιδού ίππος λευκός, και ο καθήμενος επ' αυτόν, καλούμενος πιστός και αληθινός, και εν δικαιοσύνη κρίνει και πολεμεί· 12 οι δε οφθαλμοί αυτού ως φλόξ πυρός, και επί την κεφαλήν αυτού διαδήματα πολλά, έχων ονόματα γεγραμμένα, και όνομα γεγραμμένον ό ουδείς οίδεν ει μη αυτός, 13 και περιβεβλημένος ιμάτιον βεβαμμένον εν αίματι, και κέκληται το όνομα αυτού, ο λόγος του Θεού. 14 και τα στρατεύματα τα εν τω ουρανω ηκολούθει αυτω επί ίπποις λευκοίς, ενδεδυμένοι βύσσινον λευκόν καθαρόν. 15 και εκ του στόματος αυτού εκπορεύεται ρομφαία οξεία δίστομος, ίνα εν αυτη πατάσση τα έθνη· και αυτός ποιμανεί αυτούς εν ράβδω σιδηρά· και αυτός πατεί την ληνόν του οίνου του θυμού της οργής του Θεού του παντοκράτορος. 16 και έχει επί το ιμάτιον και επί τον μηρόν αυτού όνομα γεγραμμένον, βασιλεύς βασιλέων και κύριος κυρίων.
 17 Και είδον ένα άγγελον εστώτα εν τω ηλίω, και έκραξεν εν φωνή μεγάλη λέγων πάσι τοις ορνέοις τοις πετομένοις εν μεσουρανήματι· δεύτε συνάχθητε εις το δείπνον το μέγα του Θεού, 18 ίνα φάγητε σάρκας βασιλέων και σάρκας χιλιάρχων και σάρκας ισχυρών και σάρκας ίππων και των καθημένων επ’ αυτών, και σάρκας πάντων ελευθέρων τε και δούλων, και μικρών τε και μεγάλων. 19 Και είδον το θηρίον και τους βασιλείς της γης και τα στρατεύματα αυτών συνηγμένα ποιήσαι τον πόλεμον μετά του καθημένου επί του ίππου και μετά του στρατεύματος αυτού. 20 και επιάσθη το θηρίον και ο μετ’ αυτού ψευδοπροφήτης ο ποιήσας τα σημεία ενώπιον αυτού, εν οίς επλάνησε τους λαβόντας το χάραγμα του θηρίου και τους προσκυνούντας τη εικόνι αυτού· ζώντες εβλήθησαν οι δύο εις την λίμνην του πυρός την καιομένην εν θείω. 21 και οι λοιποί απεκτάνθησαν εν τη ρομφαία του καθημένου επί του ίππου, τη εξελθούση εκ του στόματος αυτού· και πάντα τα όρνεα εχορτάσθησαν εκ των σαρκών αυτών.



    ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. Κ΄

 1 Και είδον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού, έχοντα την κλείν της αβύσσου και άλυσιν μεγάλην επί την χείρα αυτού. 2 και εκράτησε τον δράκοντα, τον όφιν τον αρχαίον, ος εστι Διάβολος και ο Σατανάς ο πλανών την οικουμένην, και έδησεν αυτόν χίλια έτη, 3 και έβαλεν αυτόν εις την άβυσσον, και έκλεισε και εσφράγισεν επάνω αυτού, ίνα μη πλανά έτι τα έθνη, άχρι τελεσθή τα χίλια έτη· μετά ταύτα δεί αυτόν λυθήναι μικρόν χρόνον. 4 Και είδον θρόνους, και εκάθησαν επ’ αυτούς, και κρίμα εδόθη αυτοίς, και τας ψυχάς των πεπελεκισμένων δια την μαρτυρίαν Ιησού και δια τον λόγον του Θεού, και οίτινες ου προσεκύνησαν το θηρίον ούτε την εικόνα αυτού, και ουκ έλαβον το χάραγμα επί το μέτωπον αυτών και επί την χείρα αυτών· και έζησαν και εβασίλευσαν μετά του Χριστού χίλια έτη· 5 και οι λοιποί των νεκρών ουκ έζησαν έως τελεσθή τα χίλια έτη. αύτη η ανάστασις η πρώτη. 6 μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη· επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν, αλλ’ έσονται ιερείς του Θεού και του Χριστού, και βασιλεύσουσι μετ’ αυτού χίλια έτη. 7 Και όταν τελεσθή τα χίλια έτη, λυθήσεται ο σατανάς εκ της φυλακής αυτού, 8 και εξελεύσεται πλανήσαι τα έθνη τα εν ταις τέσσαρσι γωνίαις της γης, τον Γώγ και τον Μαγώγ, συναγαγείν αυτούς εις τον πόλεμον, ων ο αριθμός αυτών ως η άμμος της θαλάσσης. 9 και ανέβησαν επί το πλάτος της γης, και εκύκλευσαν την παρεμβολήν των αγίων και την πόλιν την ηγαπημένην· και κατέβη πυρ εκ του ουρανού από του Θεού και κατέφαγεν αυτούς· 10 και ο διάβολος ο πλανών αυτούς εβλήθη εις την λίμνην του πυρός και του θείου, όπου και το θηρίον και ο ψευδοπροφήτης, και βασανισθήσονται ημέρας και νυκτός εις τους αιώνας των αιώνων.
 11 Και είδον θρόνον μέγαν λευκόν και τον καθήμενον επ’ αυτω, ου από προσώπου έφυγεν η γη και ο ουρανός, και τόπος ουχ ευρέθη αυτοίς. 12 και είδον τους νεκρούς, τους μεγάλους και τους μικρούς, εστώτας ενώπιον του θρόνου, και βιβλία ηνοίχθησαν· και άλλο βιβλίον ηνοίχθη, ό εστι της ζωής· και εκρίθησαν οι νεκροί εκ των γεγραμμένων εν τοις βιβλίοις κατά τα έργα αυτών. 13 και έδωκεν η θάλασσα τους νεκρούς τους εν αυτη, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους νεκρούς τους εν αυτοίς, και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών. 14 και ο θάνατος και ο άδης εβλήθησαν εις την λίμνην του πυρός· ούτος ο θάνατος ο δεύτερός εστιν. 15 και ει τις ουχ ευρέθη εν τη βίβλω της ζωής γεγραμμένος, εβλήθη εις την λίμνην του πυρός.



   ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. ΚΑ΄

 1 ΚΑΙ είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν· ο γαρ πρώτος ουρανός και η πρώτη γη απήλθον, και η θάλασσα ουκ έστιν έτι. 2 και την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ καινήν είδον καταβαίνουσαν εκ του ουρανού από του Θεού, ητοιμασμένην ως νύμφην κεκοσμημένην τω ανδρί αυτής. 3 και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του ουρανού λεγούσης· ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων, και σκηνώσει μετ’ αυτών, και αυτοί λαός αυτού έσονται, και αυτός ο Θεός μετ’ αυτών έσται, 4 και εξαλείψει απ’ αυτών ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος ουκ έσται έτι, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος ουκ έσται έτι· ότι τα πρώτα απήλθον. 5 Και είπεν ο καθήμενος επί τω θρόνω· ιδού καινά ποιώ πάντα. και λέγει μοι· γράψον, ότι ούτοι οι λόγοι πιστοί και αληθινοί εισι. 6 και είπέ μοι· γέγονεν. εγώ το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος. εγώ τω διψώντι δώσω εκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν. 7 ο νικών, έσται αυτω ταύτα, και έσομαι αυτω Θεός και αυτός έσται μοι υιος. 8 τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ό εστιν ο θάνατος ο δεύτερος.
 9 Και ήλθεν εις των επτά αγγέλων των εχόντων τας επτά φιάλας τας γεμούσας των επτά πληγών των εσχάτων, και ελάλησε μετ’ εμού λέγων· δεύρο δείξω σοι την νύμφην την γυναίκα του αρνίου. 10 και απήνεγκέ με εν πνεύματι επ’ όρος μέγα και υψηλόν, και έδειξέ μοι την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ καταβαίνουσαν εκ του ουρανού από του Θεού, 11 έχουσαν την δόξαν του Θεού· ο φωστήρ αυτής όμοιος λίθω τιμιωτάτω, ως λίθω ιάσπιδι κρυσταλλίζοντι· 12 έχουσα τείχος μέγα και υψηλόν, έχουσα πυλώνας δώδεκα, και επί τοις πυλώσιν αγγέλους δώδεκα, και ονόματα επιγεγραμμένα, α εστιν ονόματα των δώδεκα φυλών των υιών Ισραήλ. 13 απ’ ανατολών πυλώνες τρεις, και από βορρά πυλώνες τρεις, και από νότου πυλώνες τρεις, και από δυσμών πυλώνες τρεις. 14 και το τείχος της πόλεως έχον θεμελίους δώδεκα, και επ’ αυτών δώδεκα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του αρνίου. 15 Και ο λαλών μετ’ εμού είχε μέτρον κάλαμον χρυσούν, ίνα μετρήση την πόλιν και τους πυλώνας αυτής και το τείχος αυτής. 16 και η πόλις τετράγωνος κείται, και το μήκος αυτής όσον και το πλάτος. και εμέτρησε την πόλιν εν τω καλάμω επί σταδίους δώδεκα χιλιάδων· το μήκος και το πλάτος και το ύψος αυτής ίσα εστί. 17 και εμέτρησε το τείχος αυτής εκατόν τεσσαράκοντα τεσσάρων πηχών, μέτρον ανθρώπου, ό εστιν αγγέλου. 18 και ην η ενδόμησις του τείχους αυτής ίασπις, και η πόλις χρυσίον καθαρόν, όμοιον υάλω καθαρω. 19 οι θεμέλιοι του τείχους της πόλεως παντί λίθω τιμίω κεκοσμημένοι· ο θεμέλιος ο πρώτος ίασπις, ο δεύτερος σάπφειρος, ο τρίτος χαλκηδών, ο τέταρτος σμάραγδος, 20 ο πέμπτος σαρδόνυξ, ο έκτος σάρδιον, ο έβδομος χρυσόλιθος, ο όγδοος βήρυλλος, ο ένατος τοπάζιον, ο δέκατος χρυσόπρασος, ο ενδέκατος υάκινθος, ο δωδέκατος αμέθυστος. 21 και οι δώδεκα πυλώνες δώδεκα μαργαρίται· ανά εις έκαστος των πυλώνων ην εξ ενός μαργαρίτου. και η πλατεία της πόλεως χρυσίον καθαρόν ως ύαλος διαυγής. 22 Και ναόν ουκ είδον εν αυτη· ο γαρ Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ ναός αυτής εστι, και το αρνίον. 23 και η πόλις ου χρείαν έχει του ηλίου ουδέ της σελήνης ίνα φαίνωσιν αυτη· η γαρ δόξα του Θεού εφώτισεν αυτήν, και ο λύχνος αυτής το αρνίον. 24 και περιπατήσουσι τα έθνη δια του φωτός αυτής, και οι βασιλείς της γης φέρουσι την δόξαν και την τιμήν αυτών εις αυτήν, 25 και οι πυλώνες αυτής ου μη κλεισθώσιν ημέρας· νύξ γαρ ουκ έσται εκεί· 26 και οίσουσι την δόξαν και την τιμήν των εθνών εις αυτήν. 27 και ου μη εισέλθη εις αυτήν παν κοινόν και ο ποιών βδέλυγμα και ψεύδος, ει μη οι γεγραμμένοι εν τω βιβλίω της ζωής του αρνίου.



    ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ. ΚΒ΄

 1 ΚΑΙ έδειξέ μοι ποταμόν ύδατος ζωής λαμπρόν ως κρύσταλλον, εκπορευόμενον εκ του θρόνου του Θεού και του αρνίου. 2 εν μέσω της πλατείας αυτής και του ποταμού εντεύθεν και εκείθεν ξύλον ζωής, ποιούν καρπούς δώδεκα, κατά μήνα έκαστον αποδιδούν τον καρπόν αυτού, και τα φύλλα του ξύλου εις θεραπείαν των εθνών. 3 και παν κατάθεμα ουκ έσται έτι· και ο θρόνος του Θεού και του αρνίου εν αυτη έσται, και οι δούλοι αυτού λατρεύσουσιν αυτω 4 και όψονται το πρόσωπον αυτού, και το όνομα αυτού επί των μετώπων αυτών. 5 και νύξ ουκ έσται έτι, και ου χρεία λύχνου και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτιεί αυτούς, και βασιλεύσουσιν εις τους αιώνας των αιώνων.
 6 Και λέγει μοι· ούτοι οι λόγοι πιστοί και αληθινοί, και Κύριος ο Θεός των πνευμάτων των προφητών απέστειλε τον άγγελον αυτού δείξαι τοις δούλοις αυτού α δεί γενέσθαι εν τάχει. 7 και ιδού έρχομαι ταχύ. μακάριος ο τηρών τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου. 8 Καγώ Ιωάννης ο ακούων και βλέπων ταύτα. και ότε ήκουσα και έβλεψα, έπεσα προσκυνήσαι έμπροσθεν των ποδών του αγγέλου του δεικνύοντός μοι ταύτα. 9 και λέγει μοι· όρα μη· σύνδουλός σου ειμι και των αδελφών σου των προφητών και των τηρούντων τους λόγους του βιβλίου τούτου· τω Θεω προσκύνησον. 10 Και λέγει μοι· μη σφραγίσης τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου· ο καιρός γαρ εγγύς εστιν. 11 ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι. 12 Ιδού έρχομαι ταχύ, και ο μισθός μου μετ’ εμού, αποδούναι εκάστω ως το έργον έσται αυτού. 13 εγώ το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος.
 14 Μακάριοι οι ποιούντες τας εντολάς αυτού, ίνα έσται η εξουσία αυτών επί το ξύλον της ζωής, και τοις πυλώσιν εισέλθωσιν εις την πόλιν. 15 έξω οι κύνες και οι φαρμακοί και οι πόρνοι και οι φονείς και οι ειδωλολάτραι και πας ο φιλών και ποιών ψεύδος.
 16 Εγώ Ιησούς έπεμψα τον άγγελόν μου μαρτυρήσαι υμίν ταύτα επί ταις εκκλησίαις. εγώ ειμι η ρίζα και το γένος Δαυϊδ, ο αστήρ ο λαμπρός ο πρωϊνός.
 17 Και το Πνεύμα και η νύμφη λέγουσιν· έρχου. και ο ακούων ειπάτω· έρχου. και ο διψών ερχέσθω, και ο θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν.
 18 Μαρτυρώ εγώ παντί τω ακούοντι τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου. εάν τις επιθή επί ταύτα, επιθήσει ο Θεός επ’ αυτόν τας πληγάς τας γεγραμμένας εν τω βιβλίω τούτω· 19 και εάν τις αφέλη από των λόγων του βιβλίου της προφητείας ταύτης, αφελεί ο Θεός το μέρος αυτού από του ξύλου της ζωής και εκ της πόλεως της αγίας, των γεγραμμένων εν τω βιβλίω τούτω.
 20 Λέγει ο μαρτυρών ταύτα· ναί έρχομαι ταχύ. αμήν, ναί έρχου, Κύριε Ιησού.
 21 Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού μετά πάντων των αγίων· αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το σχόλιο σας...